- Κασίου
- Κάσιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AZENIA — pars tribûs Hippothoontidis, in Attica. Steph. Hinc oriundus erat Olus Pontius Nymphodotus, Cosmetes Epheborum, de qua dignitate vide Marmora Oxoniensia, p. 84. et 85. Floruit autem is Caiô Iuliô Casiô Archonte, ut apparet ex pulcherima Inscr.… … Hofmann J. Lexicon universale
CASSIA — Graece Κάσιος, urbs in Aegypto ad montem Casium. Stephanus, Κασίου, ὀρος καὶ πόλις αἰγύπτου πρὸς τῷ Πηλουσίῳ, prope Pelusium: quam de situs parilitate aequare Epidamnum sive Dyrrachium (utraque cnim in ora maris edita et saxosa sita fuit) ait… … Hofmann J. Lexicon universale
OSTRACINE — urbs Palaestinae in Aegypti confinio, cui a Ptelemaeo tribuitur. Stragioni Pineto, longitud. 64. 15. latitud. 31. 50 Eâ Arabiam finiri, et inde Idumaeam incipere, Plin. habet l. 5. c. 12. Pompeii Magni sepulchrô locum inclitum, vocat Solin. c. 37 … Hofmann J. Lexicon universale
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
Βρούτος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λεύκιος Ιούνιος Β. (Lucius Junius Brutus, ; – 507; π.Χ.). Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Ταρκυνίας, αδελφής του Ταρκύνιου του Υπερήφανου, τελευταίου βασιλιά της Ρώμης. Λέγεται ότι πήρε το… … Dictionary of Greek
Γενούκιος ή Γενύκιος — (Genucius). Όνομα οικογένειας Ρωμαίων πληβείων, που κατόρθωσε, μετά την επικράτηση των πληβείων, να γραφτεί το όνομά της στους πίνακες των πατρικίων και να καταλάβουν τα μέλη της αξιώματα δημάρχων, υπάτων κλπ. Σημαντικότερα μέλη της ήταν: 1.… … Dictionary of Greek
Δίων — I Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Λακεδαίμονας. Σύμφωνα με τη μυθολογία είχε τρεις κόρες, την Όρφη, τη Λυκώ και την Καρύα, προικισμένες με μαντικές ικανότητες. Επειδή όμως έπεσαν στη δυσμένεια του Βάκχου, μεταμορφώθηκαν οι δύο πρώτες σε βράχους… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek